οπισθοφύλακας

οπισθοφύλακας
[-αξ (-ακος)] ο
1) воен, служащий в арьергардной части; 2) защитник (в футболе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οπισθοφύλακας" в других словарях:

  • οπισθοφύλακας — ο (Α ὀπισθοφύλαξ, ακος) 1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας 2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί νεοελλ. ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφύλακας — ο αυτός που ανήκει στο πίσω μέρος, στην οπισθοφυλακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπισθοφύλακας — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπακ — (I) το άκλ. ναυτ. πλωτό μέσο για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τη μια όχθη ενός ποταμού στην άλλη, πορθμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bac < λατ. baccus «δοχείο όπου τοποθετούνται υγρά»]. (II) το άκλ. (αθλ.) αμυντικὸς παίκτης ποδοσφαιρικής… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφυλακώ — ὀπισθοφυλακῶ, έω (Α) [οπισθοφύλαξ] 1. είμαι οπισθοφύλακας, φυλάω τα νώτα πορευόμενης φάλαγγας 2. διοικώ την οπισθοφυλακή …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφύλαξ — ὀπισθοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. οπισθοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • μπακ — ο άκλ. (λ. αγγλ.), ο οπισθοφύλακας σε ποδοσφαιρικό αγώνα, ο αμυντικός: Το τέρμα δεν μπήκε χάρη στην επέμβαση του μπακ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»